φοινικοπεδος

φοινικοπεδος
    φοινικόπεδος
    φοινῑκό-πεδος
    2
    с багряной почвой или с багряным дном
    

(Ἐρυθρᾶς χεῦμα θαλάσσης Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φοινικοπεδος" в других словарях:

  • φοινικόπεδος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ πεδος, χαλκό πεδος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόπεδον — φοινικόπεδος with red bottom masc/fem acc sg φοινικόπεδος with red bottom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»